σκαρίζοντος

σκαρίζοντος
σκαρίζω
jump
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκαρίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για βοσκήματα) βγαίνω σε βοσκή 2. βγάζω κοπάδι σε βοσκή 3. μτφ. διασκορπίζομαι μσν. αρχ. αναπηδώ, σκιρτώ («ὥσπερ τι μέρος ἑρπετοῡ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «σκαρίζεται ταράσσεται βράζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”